Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

μικρή αγγελία

Σκιές πουλώ
για πάσης φύσεως
αϋλότητες,
άδεια ασκιά
που παίρνουν όποιο σχήμα,
γραμμένα ημερολόγια
για αγέννητους.
Χτίζω φλέβες
από εξαίρετη πρώτη ύλη
για τους κομμένους.
Και άπασες
επισκευές
τρύπιων ονείρων
με φίνο συμπαγή αφρό
αναλαμβάνω.

Άνθρωποι είμαστε, σπάμε!
Εχέμυθα δικός σας,
δραστήριος στον τομέα της μεταποίησης.

Πληροφορίες εντός. 

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Άγχη

Άγχη νεκρών
Θανατερός ο ύπνος ώρες-ώρες
λυσσάω να λιώσω κάτω απ' την κουβέρτα, να χυθώ
κολλώδης πάνω στα γρανάζια του Ρολογιού, να σταματήσει, να μην
ξαναξυπνήσω.
Και φουσκώνω τον κίτρινο δειλό χιτώνα μου στον άνεμο
να φρενάρω το τρελό σκυλί που κωλοσέρνει το σαρκίο μου
πάνω από κάθε πέτρα, μέσα σε κάθε λακκούβα.
Μες στον ύπνο μόνο τολμώ να ελπίσω
σε ένα ρητό, αδιαπραγμάτευτο τέλος συμπαντικής εξάχνωσης.

Άγχη ζωντανών
Μισανοίγω τα μάτια και κοιτώ με απέχθεια
το νάιλον ρούχο της Εξόδου μου
που πάντα πιστό με γυρίζει πίσω με ασφάλεια
οι ταξιτζήδες το αναγνωρίζουν μες στο σκοτάδι
με σηκώνουν απ' τις γωνιές
και με αφήνουν κάθε ξημέρωμα πάνω στην ίδια πλάκα,
τσαντισμένη
πέφτω μέσα στην τρύπα και κάνω πως κλείνω τα βλέφαρα πάνω απ' τις
φαγωμένες κόγχες.
Αύριο τα πόδια μου μπορεί να με βγάλουν
εκτός πόλης, στα σκονισμένα περίχωρα,
εκεί που δε με ξέρει κανείς
εκεί που δεν θα απορεί κανείς
που είμαι τόσο
χλωμή.

Όλοι οι εξαντλημένοι πεζοπόροι είναι χλωμοί.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Ο έρωτας του ποιητή

Κι εκεί που εθάρρειες πως αρκετά ψιλά έχεις στην τσέπη
να δώσεις να σου κολλήσουν γενειάδες
και ρυτίδες,
εκεί που έστεκες στην άκρη του λόφου σου κι έλεγες
‘πόσο ψήλωσε το βουνό μου και πόσο πιο αραιός
ο αέρας πια εδώ πάνω!’
Με τις καρδάρες σου γεμάτες το δικό σου γάλα
νόμιζες πως η Τέχνη αυτό ήταν, μικρό κοπέλι που το κορόιδεψες,
και το ξυράφι της πεταλούδα που στάθηκε
στην ανάποδη των καρπών σου
για να ρεμβάσει τις γαλάζιες οδούς της πολιτείας σου.

Μα έγινε και κάθισες με τα μάτια άγουρα
κάτω από νέα φώτα
και στο κενό μέσα από τα δάχτυλά σου
περνούσαν χορδές πιάνου
κόντρα στον τοίχο έστεκαν οι μοδίστρες
για περίπτωση ανάγκης
μην τύχει και χρειαστεί να κορφολογήσουν τις ομοιοκαταληξίες
από το ποίημά σου -που ώρα ήταν να ελευθερωθεί!
μη χρειαστεί να γνέσουν καναρίνια επιβίωσης
εκεί στις βαθιές τρύπες όπου σου μέλλει να συχνάσεις.
Κι άνοιξες την αγκαλιά σου κι έβρεξε μαύρους κύβους
που καθένας τους είχε ένα όνομα πλάνητος πέτρας
Από αυτές που τις περιγελούν ως ‘άχρηστη κοσμική ύλη’
(μα είναι το μπαχαρικό του σύμπαντος)
και περιστρέφονται γύρω από βαρετούς ήλιους
που με λαχτάρα πετούν τη γλώσσα
και ξερογλείφονται για να τις πιάσουν
μα δε φτάνουν
και αυτοί οι ήλιοι τώρα σε κοιτούν με ζήλια,
εσένα, που δεν έψαξες για κοσμικό νόημα
αλλά σου παραδόθηκε με απλό ταχυδρομείο.
Ο φάκελος εκείνος είχε το όνομα σου,
και διεύθυνση αποστολέα ένα σημειακό χάος


μέσα στα μαλλιά της.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Μικρό Αθηναϊκό χαϊκού των μπαρ

Καλή νύχτα
πλέει πήχτρα
η βάρκα μας

Στο τιμόνι
υφαίνει, ξηλώνει
ο θάνατος

Πριν χαράξει
θα 'χει αλλάξει
η ρότα μας

Ζω, πεθαίνω;
δε ρωτώ, ανασαίνω
φεύγοντας

Λειώνει το μπουκάλι
νίψε μου φεγγάρι
τ' ανομήματα

Κι αν μακρύνω
τώρα πίνω

τ' άλλα ασήμαντα.


Ας πίνουμε

Δεν έχει πορτοκάλια
μας είχαν τάξει πορτοκάλια
και ήλιους
φως και χρώμα.
Δεν έχει πορτοκάλια
και ο ήλιος παραιτήθηκε
σκοτάδι και χάθηκαν τα σχήματα.
Κι αυτή ακόμα η σκόνη, που κάποτε
όριζε με το χρόνο τα περιγράμματα
κάηκε με άπαντα τα κίτρινα λυσάρια της.
Τώρα
μες στο σκοτάδι
στο άμορφο μικρό μας σύμπαν,

Ας πίνουμε

να αναπληρώσουμε την αναβεβλημένη υγρασία
που υποσχέθηκε χαρούμενες πρασινάδες
πάνω στα παλιά μας όνειρα
και νέα φύλλα της πορτοκαλιάς,
αλλά μας άφησε όλους ανικανοποίητους
με άμμο στα μάτια
ανακατεμένη με αίματα οικόσιτων ζώων
που θυσιάστηκαν προκαταβολικά

για να στεριώσει η άνοιξη.