Κι εκεί που εθάρρειες πως αρκετά ψιλά έχεις στην τσέπη
να δώσεις να σου κολλήσουν γενειάδες
και ρυτίδες,
εκεί που έστεκες στην άκρη του λόφου σου κι έλεγες
‘πόσο ψήλωσε το βουνό μου και πόσο πιο αραιός
ο αέρας πια εδώ πάνω!’
Με τις καρδάρες σου γεμάτες το δικό σου γάλα
νόμιζες πως η Τέχνη αυτό ήταν, μικρό κοπέλι που το κορόιδεψες,
και το ξυράφι της πεταλούδα που στάθηκε
στην ανάποδη των καρπών σου
για να ρεμβάσει τις γαλάζιες οδούς της πολιτείας σου.
Μα έγινε και κάθισες με τα μάτια άγουρα
κάτω από νέα φώτα
και στο κενό μέσα από τα δάχτυλά σου
περνούσαν χορδές πιάνου
κόντρα στον τοίχο έστεκαν οι μοδίστρες
για περίπτωση ανάγκης
μην τύχει και χρειαστεί να κορφολογήσουν τις ομοιοκαταληξίες
από το ποίημά σου -που ώρα ήταν να ελευθερωθεί!
μη χρειαστεί να γνέσουν καναρίνια επιβίωσης
εκεί στις βαθιές τρύπες όπου σου μέλλει να συχνάσεις.
Κι άνοιξες την αγκαλιά σου κι έβρεξε μαύρους κύβους
που καθένας τους είχε ένα όνομα πλάνητος πέτρας
Από αυτές που τις περιγελούν ως ‘άχρηστη κοσμική ύλη’
(μα είναι το μπαχαρικό του σύμπαντος)
και περιστρέφονται γύρω από βαρετούς ήλιους
που με λαχτάρα πετούν τη γλώσσα
και ξερογλείφονται για να τις πιάσουν
μα δε φτάνουν
και αυτοί οι ήλιοι τώρα σε κοιτούν με ζήλια,
εσένα, που δεν έψαξες για κοσμικό νόημα
αλλά σου παραδόθηκε με απλό ταχυδρομείο.
Ο φάκελος εκείνος είχε το όνομα σου,
και διεύθυνση αποστολέα ένα σημειακό χάος