Κάποια νύχτα από το
αιδοίο μιας γυναίκας
ξεγλίστρησε ένα κλειδί.
Ξύπνησαν οι γείτονες
από το βρόντο
"ένα κλειδί έπεσε,
ένα κλειδί ορφανό,
τι να ανοίγει;"
Εκείνη δεν ξύπνησε,
ήξερε,
πως το κεφάλι της
μπορούσε πια να ξεκλειδώσει.
Μέσα βρήκε κήπο
πρωτόγονα άγριο
και ήταν ησυχία.
Μα είχε έρθει για
θάνατο αυτός ο φυσιολάτρης
Και γνώριζε και
ξερίζωνε
δυο πικρά χορτάρια,
το Μικρό και το
Αδύναμο.
Τέλος μια άφθονη πόα,
την Εμμονή.
Όλη νύχτα σκότωνε
Άλλαζαν οι εποχές μέσα
σε μια στιγμή.
Το πρωί είχε μαλακό
χώμα μπλεγμένο στα μαλλιά
(στο αζάρωτο μέτωπο μια
μέλισσα αναζητούσε νέκταρ)
Και πέραν προσδοκίας,
χωρίς άλλους μάρτυρες
η πλάτη της είχε γίνει
μια ιδέα
πιο ίσια.
Απ’ οπουδήποτε αλλού
χαμένο
Πολλαπλασιασμένο
Το κλειδί λαμπύριζε,
μέσα στης μέλισσας τα μάτια.